Undefined

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Εισιτήριο στ'ακρόνειρο

Οι γραμμές δεν υπάρχουν εμείς τις επινοήσαμε. Δε βλέπω σύνορα πουθενά. Εσύ βλέπεις; Όλος ο κόσμος δικός μας είναι μάτια μου. Όποτε θέλουμε στροβιλιζόμαστε γύρω απ’τον εαυτό μας με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά κοιτώντας τον ουρανό. Χορεύουμε σα να’μαστε μόνοι και γιορτάζουμε την υπαρξή μας. Αυτό κι αν είναι δώρο αγάπη μου. Υπάρχουμε, το νιώθεις; Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Όλα είναι δυνατά! Γιατί μείναμε στη πρώτη πράξη του έργου; Το κουμπί της παύσης δεν λειτουργεί.. Οπότε δεν έχουμε όλο το χρόνο με το μέρος μας. Εκείνος τρέχει κι εμείς μείναμε ακόμη εδώ. Πρέπει να προχωρήσουμε αγάπη μου. Δε θα μπορούμε για πάντα να περιμένουμε το όμορφο τέλος να’ρθει σε μας μοναχό του. Πρέπει εμείς να το κυνηγήσουμε για να το βρούμε. Και δε θα’ναι εύκολο.. ξέρει να κρύβεται καλά από μας. Αυτή τη φορά πρέπει να προσπαθήσουμε πραγματικά, πρέπει να φωνάξουμε τι θέλουμε γιατί η νύχτα είναι κουφή κι η μοναξιά απελπισμένη, έχει αποδεχτεί τη μοίρα της κι έπαψε να παλεύει.. Μονάχα από μας εξαρτάται τώρα τι θα φέρει ο χρόνος.. κι αν δε κάνουμε κάτι θα’χουμε χάσει το παιχνίδι. Πεταλούδες είμαστε κι εμείς.. σαν εκείνες που αναγεννιούνται από το κουκούλι τους κάθε άνοιξη, έχουμε φτερά το ξέρεις; Γιατί δε τα χρησιμοποιούμε ν’αλλάξουμε τοπία στη κουρασμένη μας ματιά; Δε βαρέθηκες εδώ που στέκεις ακίνητος; Εγώ κουράστηκα εδώ,  λέω να προχωρήσω.. δεν αντέχω άλλο αυτό το αδρανές γκρίζο χρώμα στον ορίζοντα. Θέλω πάλι να δώ ουράνια τόξα και ήλιους καλοκαιρινούς. Δε σπαταλάω άλλο το χρόνο μου στην αδράνεια.. δε βρίσκω νόημα εδώ… Και θέλω να στάξω όλο το νόημα από το κάθε τι.. καταλαβαίνεις; Το ξέρω πως καταλαβαίνεις.. Πάντα καταλάβαινες.. Είμαι ένα περίεργο παιδί, όλα θέλω να τα μάθω, θέλω να τρέξω να πιάσω το φεγγάρι, να μετράω μαζί σου τα’αστέρια και τα πρωινά να χαζεύω τα μάτια σου για ώρες. Θέλω να ζήσω!  Θέλω να κάνω έρωτα με τη ζωή. Κουράστηκα να μην έχει όρεξη το βήμα μου.. Έλα να τραγουδάμε δυνατά και να γελάμε. Να ξυπνήσουμε τους νεκρούς και να αναστήσουμε τους ζωντανούς. Μαζί όλα τα μπορούμε. Μη φοβάσαι.. δεν υπάρχει χρόνος για να φοβόμαστε. Δεν προλαβαίνουμε. Πρέπει να προλάβουμε όσα πιο πολλά μπορούμε, ας μη χασομεράμε άλλο αιχμάλωτοι μέσ’τη σιωπή.. Δε κρατά πράμα καλό για μας, είναι ύπουλη. Έλα να περπατάμε με τη ψυχή μας , έλα να βλέπουμε με κείνη μέσ’την ομίχλη κι όχι με τον τρόμο μας, πού’δεσε μαντήλι στη ματιά μας. Είμαι εδώ, ποτέ δεν έφυγα, δώσ’μου το χέρι σου και πάμε μαζί..
                                                                                  μαριάννα
Ημερομηνία Δημιουργίας: 28/11/2013

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Το νόημα της ζωής

Κάπου σε μια ηλιόλουστη μικρή πόλη, μοιρασμένη σε κτίρια και δέντρα, σε έργα ανθρώπινα και θεϊκά, σε νύχτες και μέρες, σε πράξεις και θεωρίες, κάπου εκεί βρίσκουμε τον νεαρό της μικρής μας ιστορίας. Είναι ένας νεαρός τόσο μπερδεμένος. Πληγωμένος από τη ζωή κι από μια αγάπη που στιγμάτισε το στέρνο του. Αποξενωμένος  κι απογοητευμένος με τον εαυτό του και τον κόσμο τριγύρω.. Συλλογίζεται συχνά όσα δεν έκανε, όσα δε πέτυχε. Αναρωτιέται για τι αξίζει να πολεμάει κανείς. Τα βάζει συνεχώς με τη συνείδησή του και ποτέ δε βγαίνει κερδισμένος παρά μονάχα περισσότερο χαμένος. Λαχταράει απεγνωσμένα να βρεί ένα νόημα, έναν λόγο που να του είναι αρκετός για να υπάρχει, το νόημα της ίδιας της ζωής. Περιπλανιέται άσκοπα σε μεθυσμένες νύχτες, σε καταθλιπτικά μοναχικά μεσημέρια, σε ώρες αδράνειας κι απελπισίας.. Κι όμως λύση στο αίνιγμα ποιά είναι η ουσία και το νόημα της ζωής δε καταφέρνει να βρεί πουθενά.

Μια συνηθισμένη μέρα καθώς σεργιανίζει ως συνήθως μονάχος και προβληματισμένος, στο κεντρικό πάρκο της πόλης, συναντά έναν γέρο καθισμένο σ’ένα απ’τα παγκάκια. Στέκεται για λίγο και τον παρατηρεί. Είναι ένας γεράκος μόνος, ρακένδυτος, με ένα κυπαρισσί σκουφί στη κεφαλή, κόμη ασημένια και μακριά, που φτάνει κάπου στο μέσο της σπονδυλικής του στήλης. Δυό χάρτινες γεμάτες σακούλες δίπλα του, ποιός ξέρει με τι μέσα.. Ίσως με όλα τα απαραίτητα υπάρχοντά του.. Μοιάζει μόνος στο κόσμο και άστεγος. Τον παρατηρεί όμως να κοιτάει τριγύρω του με τόση γαλήνη στα μάτια και μια ηρεμία άγνωστη για κείνον. Μοιάζει να απολαμβάνει πραγματικά το πρωϊνό του, σε όποια κατάσταση κι αν τον βρίσκει εκείνο. Αυτή η στάση του γέρου κινεί αρκετά τη περιέργεια του νέου ώστε να τον πλησιάσει. Σκέφτεται.. είναι γέρος, έχει ζήσει πολλά ως τώρα κι απ’ότι φαίνεται έχει επιβιώσει μέσα από αντίξοες συνθήκες μοναξιάς και έλλειψης στέγης, κι όμως στέκει ήσυχος μ’ένα ελαφρό χαραγμένο χαμόγελο στα χείλη και τα μάτια του, επεξεργάζεται τη καινούργια μέρα που του δόθηκε με διάθεση.. Σίγουρα εκείνος θα ξέρει κάτι παραπάνω από μένα για να το κατάφερε αυτό, συνεχίζει να σκέφτεται μέσ’το κουρασμένο και μπερδεμένο μυαλό του.. Σίγουρα θα είναι ένας σοφός γέρος συμπληρώνει στον εσωτερικό του μονόλογο και πρίν προλάβει να συνειδητοποιήσει την επόμενη κίνησή του, κάθεται σιμά του στο παγκάκι.

-Καλή σου μέρα γέρο μου, του λέει.
-Καλή σου μέρα παιδί μου, αποκρίνεται ο γέρος στον νεαρό.
-Συγχώρα το θάρρος μου, μα θέλω να σε ρωτήσω κάτι, μιάς και η φιγούρα σου μου φάνηκε τόσο οικεία και προσιτή.
-Χαίρομαι γιέ μου, που έχεις το θάρρος να εμπιστευτείς τα λόγια μου, παρ’όλη την αβεβαιότητα και διαφορετικότητα που προξενεί η εμφάνισή μου.
-Καμία αβεβαιότητα γέρο μου. Μόνο σοφία και ειρήνη προσδίδει η ματιά σου.
-Σ’ακούω.
-Σκέφτομαι πως εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να απαντήσω σε ένα ερώτημα που με βασανίζει, λέει ο νεαρός, νιώθοντας  μια περίεργη φιλική άνεση απέναντι στο συνομιλητή του.
-Γιατί πιστεύεις πως μπορώ να σε βοηθήσω συγκεκριμένα εγώ; Αναρωτιέται ο γέρος.
-Μα γιατί σε σένα διακρίνω παιδευμένη σοφία χαραγμένη στην όψη σου. Σοφία που έχτισες μέσα από μύριες δυσκολίες και έτη πολλά που φόρτωσες στη ράχη σου. Αποκρίθηκε ο νέος γεμάτος σιγουριά για την ανακάλυψή του.
-Σίγουρα πέρασα πολλά παιδί μου. Μα δε διαφέρω τόσο πολύ από σένα ή οποιοδήποτε άλλον συνάνθρωπό μας. Όλοι κουβαλούν τις δικές τους εμπειρίες και δυσκολίες, όπως και όλοι μπορούν να μας διδάξουν κάτι σημαντικό. Μην υποτιμάς τον δικό σου αγώνα γιέ μου.
-Όπως και να’χει είμαι σίγουρος γέρο μου, πως εσύ, κάτι παραπάνω, ξέρεις από μένα, επέμεινε ο νέος.
-Πές μου λοιπόν, τι είναι αυτό που σε τυραννά; Τον ρώτησε ο γέρος με έντονη ανησυχία και πρόθεση να τον βοηθήσει όσο μπορούσε.
-Να.. δε βρίσκω.. ή μάλλον δε ξέρω το νόημα της ζωής.. Γιατί να συνεχίζω να υπάρχω; Τι έχω να προσφέρω; Για ποιό λόγο να παλέψω; Θα κερδίσω άραγε σε κάποιο σημείο της πορείας μου την πολυπόθητη ουσία που θα με ολοκληρώσει; Ποιό είναι στ’αλήθεια τελικά το νόημα της ζωής;
-Αυτό γιέ μου δε μπορώ να στο απαντήσω εγώ. Είναι κάτι που πρέπει να το βρείς μόνος σου. Μήτε κανένας άλλος άνθρωπος θα είναι ικανός να στο απαντήσει. Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι δεν το έχουν βρεί ακόμη και όσοι το βρήκαν, απλώς αδυνατούν να μιλήσουν με λόγια για κείνο. Δεν κατέχουν λέξεις κατάλληλες για να το περιγράψουν. Είναι κάτι που ο καθένας από μας, εάν σταθεί τυχερός κι έχει ανοιχτή ψυχή, το ανακαλύπτει και το βιώνει μοναχός του. Εάν κάποιος μπορεί να σε συμβουλέψει, αυτός δε θα είναι κανένας άνθρωπος, παρά μονάχα το ίδιο το σύμπαν που σε περιτριγυρίζει. Η ίδια η φύση που σ’αγκαλιάζει μέσ’τη μήτρα της. Ο ίδιος ο ουρανός που σε σκεπάζει. Εκεί να ψάξεις για καθοδήγηση λοιπόν. Στη φύση ν’απευθύνεις την ερώτησή σου.
-Μα… εγώ.. σαστίζει για λίγο ο νέος. Μένει σιωπηλός και σκεφτικός .Ύστερα συνεχίζει. Τι θα κάνω; Δε ξέρω που να ψάξω γέρο μου. Είμαι χαμένος σου λέω. Από πού ν’αρχίσω;
-Έχεις αρχίσει ήδη νεαρέ μου, δε το βλέπεις; Αποκρίνεται με ένα γλυκό χαμόγελο κατανόησης ο γέρος. Μόνο που κατάφερες να αποδεχτείς στον εαυτό σου πως είσαι χαμένος και έβαλες στόχο να βρείς το νόημα της ζωής σου, έχεις ήδη ξεκινήσει, έχεις κάνει την αρχή! Και η αρχή παιδί μου είναι το ήμισυ του παντός!
-Σ’ευχαριστώ γέρο μου για τη βοήθεια και το χρόνο σου. Να σ’έχει ο Θεός καλά! Ενώ έλεγε αυτά ο νεαρός, παράλληλα έβγαλε ένα στυλό, έκοψε ένα χαρτί απ’την ατζέντα του, έγραψε κάτι πάνω του, το έδωσε στο γέρο και του είπε: αυτή είναι η διεύθυνσή μου και το τηλέφωνό μου. Όποτε θέλεις πέρνα απ’το σπίτι μου να σε κεράσω ένα τσάι. Θα χαρώ πολύ να σε δώ ξανά.
-Εγώ σ΄ευχαριστώ παληκάρι μου για την ενδιαφέρουσα παρέα που μου κράτησες. Εύχομαι να βρείς το δρόμο σου γιέ μου. Απάντησε ο γέρος, αποχαιρετώντας το νεαρό.

Καθώς απομακρυνόταν ο νέος, προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Ένιωθε ακόμη μπερδεμένος, ίσως και περισσότερο από πρίν. Χάρηκε που γνώρισε εκείνον τον γέρο. Τον συμπάθησε πολύ περισσότερο απ’όσο περίμενε, όμως δεν ένιωθε ικανοποιημένος με την απάντησή του. Κείνη την ώρα τα λόγια του γέρου φάνταζαν τρελά στο μυαλό του..

Προχώρησε. Χαμένος στη σκέψη του. Προχώρησε πολύ δίχως να σηκώσει κεφάλι.. Μονολογούσε.. και απλά προχωρούσε.. 

Κάποια στιγμή σταματά αποφασισμένος. Κοίτα ένα δέντρο και το ρωτά:

-Εσύ δέντρο όμορφο, ψηλό πού’χεις τον ήλιο φίλο, ξέρεις να μου πείς ποιο είναι το νόημα της ζωής;
-Το νόημα της ζωής είναι να ριζώνεις όσο βαθύτερα μπορείς στη γή σου. Να τη νιώθεις σαν άγια μήτρα που σε φιλοξενεί.. Τα πόδια σου να τη νιώθουν και να ανατριχιάζουν.. Να πλέκεις τις ρίζες σου με τα διπλανά σου δέντρα, να μη νιώθεις σύνορα πουθενά, να νιώθεις ένα με τη μάνα φύση σου.. Να αγαπάς τον ήλιο που θα παίξει με τα φύλλα σου κάθε αυγή και θα αναβλύζει ανάμεσα τους σαν τρεμάμενο λευκό εκστασιακό χρώμα.. Άλλα να αγαπάς και τη βροχή που θα πνίξει τις ρίζες σου.. μα θα τις θρέψει, που θα σε μουσκέψει.. μα θα σε μεγαλώσει και θα σου χαρίσει καρπούς.. που θα αναδύει τη φυσική σου οσμή.. Να αιχμαλωτίζεις τις άγιες σταγόνες τις στη φυλλωσιά σου και να εξαγνίζεσαι..
-Κι όταν έρθει ο άνεμος και σου φερθεί άσχημα; Όταν έρθει λυσσασμένος και σε χτυπά; Όταν σε ξεριζώσει; Τότε ποιο είναι το νόημα της ζωής;
-Τότε το νόημα της ζωής είναι να παλέψεις όσο μπορείς και θα μοιάζει σα να χορεύεις, καθώς τα φύλλα σου και τα κλαριά σου θα στριφογυρνούν μέσ’τη στροβιλιστή δίνη του ανέμου. Και πάλι έργο τέχνης θα είσαι, απλώς τούτη τη φορά θα’χεις διαλέξει να θυσιάσεις τον εαυτό σου στην ιστορία. Θα αφήνεσαι ελεύθερος! Αυτό κι αν είναι τέχνη! Η μεγαλύτερη τέχνη της στερνής ανάσας είναι να απολαύσεις μέχρι το τέλος τη ζωή σου.. και κεί που θα χάνεσαι, θα γελάς και θα φιλήσεις τον άνεμο στο μέτωπο, ύστερα θα ανυπομονείς να δώσεις τη σάρκα σου ολάκερη στο κεραυνό θανατηφόρο εραστή σου. Μέσ’τα χέρια του θα αφεθείς και θα καείς γλυκά.. Τότε βρίσκεις όλο το νόημα της ζωής μπρός τα μάτια σου γραμμένο.

Ο νεαρός συνεχίζει να περπατάει δίχως να μπορεί να βγάλει τα λόγια του δέντρου απ’το μυαλό του.. Πηγαίνει προς τη θάλασσα.. γονατίζει στην αμμουδιά της και τη ρωτά.

-Εσύ όμορφη κυρά γαλανοφορεμένη, που τόσοι πολλοί θνητοί σ’ερωτεύθηκαν και χαρίστηκαν στα νερά σου, μήπως ξέρεις να μου πείς ποιο είναι το νόημα της ζωής;
-Το νόημα της ζωής είναι να χαζεύεις την ομορφιά σου σαν ο ήλιος κοιτά τη ράχη σου και κεντάει μυριάδες μικρά διαμάντια στο πανωφόρι σου.. Κείνο το μπλέ πανωφόρι που σου χάρισε ο ουρανός και καθρεφτίζει την σαγήνη του επάνω σου.. Να πνίγεις κεραυνούς στο βυθό σου και να μάθεις να κολυμπάς ακόμη κι έξω απ’τα νερά σου. Να προσαρμόζεις το κύμα σου και το σχήμα σου με τις απαιτούμενες συνθήκες. Να μην ταυτίζεσαι μονάχα με την επιφάνειά σου.. να μη μπερδεύεσαι με τα κύματα και την αναταραχή της όταν εκείνη έρθει, να γνωρίζεις πως είναι περαστική και πως το κέντρο σου,ο βυθός σου μένει πάντοτε αγνός κι ανέγγιχτος. Πως οτιδήποτε και να επικρατεί στην επιφάνειά σου είναι παροδικό και δε σ'επηρεάζει γιατί στο πυρήνα σου, στον βυθό σου, επικρατεί πάντα ειρήνη, γαλήνη και ακεραιότητα.  

Ο νεαρός προχώρησε κι είδε ένα χελιδόνι να πετά από πάνω του. Φώναξε.

-Στάσου βιαστική τρέλα! Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Εσύ που τα βλέπεις όλα από ψηλά και ζείς στην άνοιξη σα βασιλιάς, μπορείς να μου εξηγήσεις το νόημα της ζωής;
-Το νόημα της ζωής; Χα!Χα! γέλασε το χελιδόνι.
-Γιατί είναι τόσο αστείο για σένα;
-Μα γιατί το νόημα της ζωής είναι αστείο από μόνο του. Μυριάδες μηδαμινές στιγμές αλυσοδεμένες στο χρόνο. Τυχαίες και αποκομμένες η μία από την άλλη κι όμως παράλληλα δεμένες σαν ένα. Ο χρόνος είναι το νόημα της ζωής. Αστείο δεν είναι; Να λοιπόν πως κερδίζεις το χρόνο! Πετάς συνέχεια, δε μένεις ποτέ σκυφτός. Μαθαίνεις να κοιτάς από ψηλά την ολότητα. Έρχεσαι κι επειδή ξέρεις πως αποδημείς το χειμώνα, δε σταματάς να γελάς με τον ήλιο, να φλερτάρεις με τις αποπλανητικές ιέρειες της άνοιξης τις όμορφες αμυγδαλιές. Να χαζεύεις τα χρώματα της αγνής τέχνης τους. Να ερωτεύεσαι την άνοιξη και να ξαποσταίνεις στις γλυκές μεσημεριανές σκιές της. Να μη χάνεις ούτε δευτερόλεπτο απ’τις εικόνες γύρω σου. Να ζείς! Να κελαηδάς σκοπούς μιας ξεχασμένης μουσικής.. Να βιώνεις τα πάντα στο πετσί σου όσο πιο πολύ μπορείς.. γιατί θα’ρθει ο χειμώνας και θα πρέπει να εξαφανιστείς. Κάθε που ξενητεύεις να αγαπάς τη καινούργια σου πατρίδα σα να’ναι η πρώτη! Γιατί στην ουσία μια είναι η μοναδική σου πατρίδα!
-Τρελό μου χελιδόνι εσύ με σπρώχνεις σε επίγνωση ζωής! Παίζεις τόσο ωραίο παιχνίδι με το μυαλό μου.. Μ’άφησες για λίγο να νιώσω ελεύθερος.. Σ’αγαπάω.
-Μα είσαι ελεύθερος! Δε το έχεις βιώσει ακόμα; Είσαι ζωντανός εννοώ. Μήπως έτσι το καταλαβαίνεις καλύτερα; Απλά αναπνέεις πώς το λένε! Κι αυτό είναι το δώρο της ελευθερίας.. Τώρα κατάλαβες τι θέλω να σου πώ;
-Νομίζω.. δε ξέρω.. Πάντως σ’ευχαριστώ για τη συμβουλή!
- Μια μικρή βόλτα περνάς από δώ μόνο. Φρόντισε να’ναι όσο πιο όμορφη γίνεται! Είπε το χελιδόνι.

Ο νεαρός προχώρησε. Ένιωθε μια πρώιμη ωριμότητα να γεννιέται στην επίφυσή του και το μετωπό του έκαιγε από πυρετό.. Είχε πια βραδιάσει γύρω του.. Τότε ρώτησε ευθέως τη νύχτα:

-Καλή μου νύχτα μήπως ξέρεις να μου πείς το νόημα της ζωής;
-Εσύ!
-Εγώ;
-Ναι! Ναι! Σίγουρα εσύ είσαι το νόημα της ζωής σου! Εσύ ο ίδιος!
-Μόνο αυτό;
-Ναι! Α! και κάτι άλλο!  Το νόημα της ζωής είναι να νιώσεις πως είσαι ένα με μένα, όπως εγώ είμαι ένα με τη μέρα! Είσαι σκοτάδι και φώς μαζί! Πρέπει να μένεις για λίγο στο σκοτάδι, ώστε να μπορέσεις να εκτιμάς το φώς! Μόνο τότε μπορείς να έχεις μια πραγματικά περιπετειώδη κι ελεύθερη ζωή!  Και σαν εισβάλλουν οι πρώτες αχτίδες ήλιου, άστες να κάνουν αργό έρωτα με τα μάτια σου.. Να το νόημα!
-Καλή σου μέρα λοιπόν νύχτα!
-Καλή σου μέρα και σένα ταξιδιώτη!

Ο νέος εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Τον βρήκε η μέρα σε μια εξομολόγηση ευγνωμοσύνης προς τον ήλιο βασιλιά. Ήταν γεμάτος από τη ψυχή του, το σώμα του δε τό’νιωθε.  Είχε πια καταλάβει τα πάντα! Σαν να χαρίστηκε το κουτί της Πανδώρας στην οφθαλμοκόρη της ψυχής του. Συνειδητοποιούσε πως η διαισθησή του είχε δίκιο τόσο καιρό που την απαρνιόταν.. Βίωνε τη ψυχή του ενωμένη με τη γή του και τον ουρανό του.. Όλα συνουσιάζονταν σε μια ενότητα που διείπε τα πάντα.  Κι ήταν μάρτυρας της ζωής του και της ανάσας του!  Θυμήθηκε όλα όσα είχε ξεχάσει από μικρός.. Αντιλήφθηκε πως το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή, η εμπειρία, η ανάσα!  Και τότε μονολόγησε στον εαυτό του:  Το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή! Τώρα που νιώθω αιώνιος μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος πια!
                                                                                                                    μαριάννα.
Ημερομηνία Δημιουργίας: 19/11/2013