Undefined

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Το παιδί που θυσιάσαμε στο βωμό των ρόλων

Σε καρδιά καλοκαιριού διαλέξαμε τ'ανθισμένα φύλλα μας να βάψουμε κοκκινωπά και να τα θανατώσουμε σαν σε κηδεία φθινοπώρου.. Ρίχνοντάς τα καταγής..αφηνοντάς τα να ζαρώσουν, να ξεντυθούν απ΄την πνοή τους και να κείτονται νεκρά σα να κατοικούσαν σ'άγριο χειμώνα.. Κάτω άπ'τον ήλιο απαρνηθήκαμε όλους τους δωρισμένους μας καρπούς..Κάτω απ'το φώς του μαραθήκαμε κι εμείς σαν ξερά βλαστάρια.. Μόνο τ'αγκάθια μας κρατήσαμε και τα σμιλεύουμε γυρτά και μυτερά με τόση προσοχή.. Τα προτάσουμε μπρός και τα μαθαίνουμε μονάχα να επιτίθονται..να καρφώνουν λυσσασμένα όποια δάχτυλα τα πλησιάσουν.. Τα δασκαλέψαμε με οργή, τα ποτίσαμε μ'όλες τις πληγές κι όλα τα μίση μας. Τα ορμηνέψαμε να δυσπιστούν σε δάχτυλα φροντίδας, σε μάτια θαυμασμού και φερσίματα αγάπης.. Ριζώσαμε σαν φοβισμένα αγρίμια στην γωνιά μας, θυσιάσαμε όλα τα σπόρια επέκτασης κι ένωσης στο όνομα της ασφαλούς απομόνωσης.. Τώρα στριγγλίζουμε σαν δαίμονες κάθε που τ'αγιόνερο δροσίζει το μολυσμένο μας χώμα.. Εμείς που κάποτε ρουφούσαμε όλα τ'αγκάθια μέσα μας κι ανοίγαμε τα κλαρία μας σα δυό θεόρατα θαρραλέα χέρια ν'αγκαλιάσουμε με όποιο κόστος, λίγη δροσιά αγάπης κι αποδοχής. Εμείς που φωνάζαμε τις ευχές μας χωρίς ντροπή και πιστεύαμε σε κείνες όσο τρελές κι αν ήταν.. Εμείς που χαιρόμασταν λές κι είχαμε ολάκερο το κόσμο δικό μας, σα κρατούσαμε μονάχα μια σοκολάτα στα χέρια μας η' ένα ποτήρι νερό που μας ξεδιψούσε.. Μας φάνταζε μαγική η σοκολάτα και το νερό δώρο απ'το Θεό.. Εμείς που γελούσαμε δίχως λόγο και ευγνωμονούσαμε την ίδια μας ανάσα.. Εμείς που φλυαρούσαμε λές κι αύριο δεν υπήρχε.. Εμείς που πέφταμε, χτυπούσαμε, ματώναμε τα γόνατά μας κι όμως ξανασηκωνόμασταν και συνεχίζαμε το παιχνίδι με την ίδια χαρά.. Εμείς που πιστεύαμε στα πάντα και τίποτα δε μας ήταν ακατόρθωτο.. Εμείς που ο,τι κι αν νιώθαμε το λέγαμε κι ας ξέραμε πως συνοδεύεται απο μια έντονη κοκκινίλα σταμπαρισμένη για λίγα δευτερόλεπτα στα δυό μας μάγουλα.. Δεν φοβόμασταν, είχαμε τη δύναμη να τα βάλουμε με μας.. Εμείς που κάποτε ήμασταν παιδιά.. Εμείς......
                                                                                                               μαριάννα.

Ημερομηνία Δημιουργίας: 22/8/2012

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Πρωϊνή γλυκιά φαντασίωση

Κάποιες φορές, κάπου προς τα ξημερώματα, όταν σταματήσουν να ουρλιάζουν σαν αγρίμια οι ταχείες και να τσιρίζουν τα λάστιχα στην άσφαλτο..Όταν οι σειρήνες πάψουν να θρηνούν κι όλη η φασαρία της πόλης κοπάσει..σαν βγείς έξω, το στενό σου μοιάζει επαρχιακό.. Με τα τέσσσερα δέντρα του να σε κοιτάν περήφανα, γιατί θαρρούν πως είναι τα μοναδικά στη πόλη..νίωθουν πως τα χρειάζεσαι..πως είναι ανεκτίμητα για σένα μιάς και καταφέραν να επιβιώσουν μέσα στην αστική μαυρίλα.. Κι έτσι με αφέλεια αφήνουν ελεύθερα τα φύλλα τους, να χορεύουνε φλερτάρωντας με το ελαφρύ αεράκι του πρωϊνού.. Τις πρώτες αχνές αχτίδες ήλιου να σκάνε ευλογημένο φώς..να τρέμουν πίσω απ'τα φύλλα και να αντανακλούν πάνω στα ψηλά άγχρωμα μπετά.. Τον ουρανό γαλανόλευκο-γοητευτικό, έτσι όπως μόνο την ώρα της αυγής ξέρει να ντύνεται.. Και τα πουλιά να τραγουδούν σαν σε κονσέρτο.. Μονάχα κείνη την ώρα μπορείς ν'ακούσεις καθαρά τα πουλιά, ύστερα απο λίγο χάνονται κι'αυτά μέσ'την άπονη βουή της πόλης..
Σαν χαζέψεις όλα τούτα λοιπόν, αρχίζεις να πιστεύεις πως βρίσκεσαι σ'ένα επαρχιακό χωριό, σ'ένα πραγματικά αγνό χωριό.. Κι αρχίζεις να μυρίζεις στον αέρα νοσταλγία..Αφήνεσαι σε αναμνηστικούς συνειρμούς και για λίγο πάς πίσω.. Νομίζεις πως είσαι στ'όμορφο χωριό σου..σε κείνα τα χρόνια που γεμάτος χαρά ετοιμαζόσουν, στολιζόσουν σαν σου λέγαν οι δικοί σου να τραβήξετε για κεί.. Σε κείνες τις μέρες που τώρα μοιάζουν τόσο εξωπραγματικές.. Σιγοντάρεις μάλιστα τ'ονείρατό σου, κάνοντας σκέψεις παιδιάστικες, όπως, Θεέ μου κάνε κάποιος γείτονας νά'χει έναν κόκκορα, κι όπου νά'ναι να λαλήσει γεμάτος όρεξη για τον όρθρο.. Θέλωντας έτσι να συμπληρώσεις την παράξενα γλυκιά φαντασίωσή σου..Κι είναι τόσο γαλήνια σαν κλείνεσαι όλο και περισσότερο μέσα σ'αυτό το συναίσθημα εξοχής..
Άλλες φορές πάλι, μοιάζει να βρέθηκες στην όμορφη Αθήνα του '60, σε κάποιο παλιό γραφικό της σοκάκι..που σε λίγο θα ξεχυθούν στο δρόμο τα παιδιά να παίξουν μπάλα όλο χαρά και φωνές πνιγμένες στην αγνότητα, οι μανάδες θα βγάλουν σκαμπό έξω απ'τη πόρτα να κουβεντιάσουν τα νέα περίχαρες με τις γειτόνισσες και ν'αγναντέψουν για λίγο τη καινούργια ημέρα πρίν ξεκινήσουν τις καθημερινές δουλείες του σπιτιού..
Κι έτσι μεθυσμένος απ'το όνειρό σου, τραβάς για το πίσω μπαλκόνι..πού'χει για θέα του μια τόσο δά μικρή έκταση αποτελούμενη απο αρκετά δέντρα.. Θαρρείς πως είναι γαζιές..δε μπορείς να πείς και με σιγουριά..ποτέ δε ρώτησες να μάθεις..σου φτάνει μονάχα που υπάρχουν εκεί.. Σα χθές σου μοιάζει που στη θέση τους κάποτε δέσποζε μια παλιά κλασσική μονοκατοικία πού'χε γι'αφεντικό της μιαν αρχοντική γιαγιά..φίλη της δικής σου γιαγιάς. Τις θυμάσαι να ανταλλάσουν ευχές και καλημέρες κι άλλοτε να συζητούν ώρες, πνίγοντας πλήξεις και νεκρές ώρες μοναξιάς.. Σαν έγνεψε αντίο κείνη η γιαγιά, ο γιός της επέλεξε να πουλήσει το σπίτι της. Ο αγοραστής το κατεδάφισε μιάς και βαστούσε πολλά χρόνια και ρωγμές στη ράχη του.. Απο τότε έμεινε ανεκμετάλλευτο. Εδώ και μιά δεκαετία λοιπόν έχουν φυτρώσει τούτα τα δέντρα πάνω στα συντρίμια του. Καθώς τα χαζεύεις, αγαλλιάζει η ματιά σου κι ησυχάζει επάνω τους.. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξαγρυπνάς μόνο και μόνο για να νιώσεις τη ζεστασιά τούτου του ονείρου,των πρώτων πρωϊνών ωρών.. Σα νά'ναι το γιατρικό πού'χεις ανάγκη για να συνεχίζεις να αντέχεις τη σκληρότητα της πόλης, που παρ'όλη τη φασαρία της σου μοιάζει τόσο έρημη,τόσο βουβή και ξένη.. Σκέφτεσαι πως άλλοι κάτοικοι αυτής της μίζερης πόλης δεν έχουν τη δική σου τύχη στο πίσω τους μπαλκόνι, δεν έχουν ίχνος πρασίνου να κοιτούν, μαλιστά πολλοί απο αυτούς δεν έχουν κάν πίσω μπαλκόνι. Κι έτσι με βουτηγμένη συνείδηση στην ευγνωμοσύνη και μυαλό πλανεμένο απο αλλοτινές εποχές, πλαγιάζεις ήρεμος για άλλη μιά αυγή.. Με παντζούρια πάντα ανοιχτά..να αγναντεύεις τα λιγοστά σου δέντρα σαν ιδέα δάσους για να γαληνεύεις..και τις δυό σπιθαμές ουρανό που σ'άφησαν τα απρόσωπα κτίρια και οι αποκρουστικές συστάδες πολυκατοικιών για να κοιτάζεις.. Νανουρίζεις τα βλέφαρά σου απ'τα τελευταία καθαρά κελαηδίσματα των πουλιών κι αποκοιμιέσαι μ'ευχαρίστηση στα χείλη σμιλεμένη.. Μη θέλοντας να ξέρεις πόσους θορύβους και βαβούρα θα καταγράψει το υποσεινήδητό σου κατά τη διάρκεια του ύπνου σου, όταν αρχίσουν να ξυπνούν τα θηρία της πόλης ένα-ένα....
                                                                                                                  μαριάννα.

Ημερομηνία Δημιουργίας: 1/7/2012

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Σιωπηλή συνειδητή φωνή

Σα να μπερδεύτηκαν οι ρόλοι.. Τώρα μοιάζει να υποτάχτηκα εγώ.. Ποιός εγώ? Που κάθε που λύγιαζε το κεφάλι μου..βάραγα δυό χαστούκια στη μάπα μου και συνερχόμουν..  Ποιός είμαι? Γιατί τώρα μοιάζει νά΄γινα κι εγώ ίδιος με κείνους? Κρυστάλλινες θάλασσες τα πρόσωπα..στο φώς του ήλιου απο κάτω απ'τα βουνά..  Σα να προσκυνάνε το σύμπαν.. Άλλες χλωμές..κι άλλες αστραφτερές.. Κάπου εκεί θά'ναι κι η δικιά μου φιγούρα. Μάθαμε να υπακούμε απο πολλοί μικροί, απο τότε που μας είπε η μαμά τώρα πρέπει να κοιμηθείς.. Γιατί να ξέρει εκείνη πότε πρέπει εγώ να μπορώ να κοιμηθώ..? Όταν γουστάρω θα κοιμηθώ ρε μάνα.. Γιατί να υπακούσω? Σα σκάκι τεράστιο,κρυστάλλινο κι εκείνο μοιάζει..κι εμείς τα στρατιωτάκια..υπακούμε στις κινήσεις των χεριών τους.. Μα εγώ είμαι ο βασιλιάς σε τούτο το σκάκι..δεν είμαι κανενός το στρατιωτάκι.. Είμαι ελεύθερος σας λέω!  Ώρες-ώρες νιώθω φτερά στη πλάτη μου να φτερουγίζουν..  Δε φαίνονται στους καθρέφτες, μα εγώ τα νιώθω να κοπανάν γοργά τη πλάτη καθώς φτεροκοπάνε ζωηρά, δεμένα με λαχτάρα.. Δε γύρισα να τα κοιτάξω ποτέ, μα τα φαντάζομαι σα μια λευκοθαλασσιά φωσφοριζούμενη αύρα στο σκοτάδι να ανασαίνει με κάθε φτερούγισμα. Να ανασαίνει μονάχα η φτερωσιά..σα να στερήθηκα το σώμα μου.. Είμαι ελεύθερος το ξέρω.. Όποτε θέλω αφήνομαι στο θάνατο σαν έργο τέχνης.. Όποτε θέλω μπορώ να σκαρώσω το τέλος μου και σας υπόσχομαι πως θά'ναι θεατρικό, θά'ναι στ'αλήθεια ένα έργο τέχνης, χάρισμα σε σας απο έναν άσημο καλλιτέχνη που στη ζυγαριά της ισορροπίας δεν έγειρε ούτε λίγο..
Οι κανόνες είναι για να τους παραβαίνουμε..μονάχα τότε υπάρχει ισορροπία.. Τους ύπουλους ρόλους μας πρέπει στ'αλήθεια να τους ξαποστέλνουμε.. Καμία υποταγή στους ρόλους.. Σηκωμένα τα μάτια στον ουρανό..υποταγή μονάχα στο Θεό..μονάχα στο κυρίαρχο τούτου του σκακιού.. στο Πατέρα μας μονάχα!! Ξέρεις κάποιες φορές τα χέρια μου νιώθω πως μιλούν..κι ο φίλος μου τ'αποκαλεί για πλάκα τα λαλημένα χέρια.. Στ'αλήθεια αστείο.. Τα υψώνω κάποιες φορές στον ουρανό και αγκαλιάζω όλο το Θεό! Ολάκερη τη μεγαλωσύνη του Θεού μου.. Τό'χεις κάνει ποτέ?  Το κατάφερες ποτέ εσύ?
Κοίτα αυτό το πεύκο πως γέρνει με τη φυλλωσιά να ανταμώνει τη γή σαν σε προσκήνημα..μαγικό δεν είναι? Κοίτα το είναι θλιμμένο..μονάχα δυο κουκουνάρια έχει για παρέα του.. Σα να κλαίει φαίνεται..όλο συρτό κι απελπισμένο.. Γιατί τι είδε και το τρόμαξε? Είναι κείνο που στέκει έξω απ'το δωμάτιό σου.. Σα τι να βλέπει άραγε και να θρηνεί..? Κοίτα πως τρέμει ο ήλιος μεσ'τις σκυφτές του βελόνες... Με κάνει να θέλω να κλάψω κι εγώ..με λυγμούς..να κλάψω δυνατά μια φορά για όλα τα μαζεμένα..αλλά και πάλι δε τα καταφέρνω..τόσο καιρό μονάχα τα λόγια μου κλαίν..
Άραγε στρέφεις το κεφάλι σου καθόλου προς το πεύκο πότε-πότε? Πρόσεξες ποτέ με πόση θλίψη σε κοιτά?  Ένιωσες ποτέ πως σου κάνει παρέα στα σιωπηλά? Αμφιβάλλω.. Πάντα τα παντζούρια σου κλειστά τα βλέπω.. Πάντα σκοτάδι στη κρυψώνα σου.. Το φώς το απαρνιέσαι..το κλειδώνεις απ΄έξω.. Τη πόρτα κλείνεις στην Εδέμ.. Τί κι αν σε περικυκλώνει..ποτέ δε τη περπάτησες..ποτέ δε χάθηκες μέσα της σα μικρό παιδί..,ούτε μιά φορά δεν έτρεξες στο χώμα της, κάτω απ'τον ήλιο, με πόδια κουρασμένα, χνώτα λαχανιασμένα και χείλη ευτιχισμένα..κι ύστερα ευλογημένα κουρασμένος να ξαποστάσεις στη σκιά του ψηλόλιγνου ευκαλύπτου..με μάτια μεθυσμένα απ'τον ήλιο και στόμα ερωτευμένο με το νερό.. Κι είμαι σίγουρος πως ούτε ένα βράδυ δεν έβαλες μουσική στ'αυτιά να βγείς να σεργιανίσεις κάτω απ'το φεγγάρι..να αγνάντέψεις όλο το δάσος της βαδίζοντας αργά.. Νιώθοντας το αέρι να σε χαϊδεύει στη μελαχροινή σου χαίτη, τα ξέρα φύλλα να ανασταίνουν φωνή κάτω απ'το βήμα σου και τα τριζόνια να σου τραγουδούν.. Τις πυγολαμπίδες να σου φωτίζουν το δρόμο και τα άστρα σαν ύψωνεις το βλέμμα σου να σε κοιτούν κατάματα.. Τα καλοκαίρια άραγε χάζεψες ποτέ κείνες τις κιτρινόμαυρες πεταλούδες που χορεύουν γύρω απ'τα δέντρα, υπακούοντας όλο χάρη τον ρυθμό απ΄τα τραγούδια των πουλιών..? Κείνες τις μεγάλες,τις σοφές..που ξέρουν πάντα τρόπο να σε γοητεύουν..
Πότε στ΄αλήθεια έζησες τούτη την Εδέμ? Πότε της έδωσες προσοχή? Πότε περιπλανήθηκες στην ομορφιά της? Πότε σκαρφάλωσες ένα μονάχα της δέντρο? Πότε ονειρεύτηκες στη μεσημεριανή γλυκιά σκιά της? Μπροστά σου την είχες τόσο καιρό..τριγύρω σου γερνούσε κι εσύ κλεινόσουν στο δωματιό σου..δεν έδωσες ποτέ σου σημασία σε τούτη την Εδέμ...
Κάποιες φορές σκέφτηκα να σου δέσω δυό γερά σκοινιά κι ένα παλιό λάστιχο σε κείνο το πεύκο, μπάς και έβγαινες λίγο έξω με τη πρόφαση να κάνεις κούνια..κι ίσως σ'άρεσε κι άρχιζες να απομακρύνεσαι κάθε μέρα όλο και πιο πολύ απ΄το δωμάτιό σου.. Άλλες φορές σκέφτηκα να σου δωρίσω τα δικά μου τα φτερά που λαχταρούν..και να ντυθώ με τα δικά σου που αδρανούν.. Και κάποιες ελάχιστες ήταν που σκέφτηκα να κλείσω τα μάτια μου και να προσποιηθώ πως δε σε βλέπω..κι ύστερα ένιωσα τύψεις που λιποτάκτησα απ'τα δύσκολα έστω και για λίγο..που λιποτάκτησα απο σένα..
Νομίζω πως σήμανε η ύστατη ώρα φίλε μου.. Η ώρα που το μέτωπό μας πρέπει να σταθεί ορθό! Το κεφάλι μας να μη λυγιάσει ποτέ ξανά! Η ώρα που πρέπει να απάρνηθούμε τους δήθεν ρόλους που προστάζει, η ανάγκη να μας αποδεχτεί το σύνολο ή ο εγωϊσμός ή ο φόβος και η απογοήτευση που μας φόρτωσαν στη ράχη οι συνανθρωποί μας.. Μη μοιάσουμε και μείς σε κείνους.. Μην αφήσουμε την απελπισία, την μελαγχολία, τις πληγές κι όλα τα τέρατα να μας ορίσουν,να μας κάνουν να εγκαταλείψουμε και να μένουμε αμέτοχοι,χαμένοι κι εγκλωβισμένοι στη τρύπα μας.. Μη σταματήσουμε να είμαστε άνθρωποι.. Μη ξεχάσουμε να ζούμε εξαιτίας τους.. Θυμήσου τα λόγια μου αδερφέ μου..
                                                                                                                               μαριάννα.

Ημερομηνία Δημιουργίας: 12/6/2012

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Ένα παραμύθι του κόσμου και μια αλήθεια του παραλληλόκοσμου


Μια ιστορία απ'τα μέρη του παραλληλόκοσμου ξαγρύπνησε τη περιέργειά μου.. Ήταν λέει..εκείνο το μαύρο πρόβατο,μονάχο του..αναρχικό και περιθωριακό,δυνατό και θυμωμένο..ανυπάκοο με πόδια γοργά και την επανάσταση στο βλέμμα.. Βάδιζε λοιπόν στην αγροικία της Βαβέλ γνωρίζοντας όλα τα κατατόπια απ'έξω.. Ξάφνου αντικρίζει έναν μελαχροινό λύκο να τρέχει πρός το μέρος του..θεόρατο,με γυαλιστερό κατάμαυρο τρίχωμα και μάτια βουτηγμένα στο χρυσό.. Για μια στιγμή φοβήθηκε..όμως δεν έκανε πίσω..έστεκε και τον κοιτούσε κατάματα,όσο εκείνος το πλησίαζε..και κάπου εκεί ήταν που αναρωτήθηκε μήπως βλέπει τον μελλοντικό εαυτό του..να τον κυνηγά.. έμοιαζε να κοιτούσε καθρέφτη..Ήταν ίδιος με κείνο,μα λίγο πιο μεγάλος.. Κι όταν το φτάνει,εκείνο δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω..αντιμετώπισε το θάνατο κατάματα..σα να'ταν στα μέτρα του.. Ο λύκος φρέναρε γεμάτος λαχτάρα να μυρίσει το θύμα του..εκείνο ατάραχο..ξέκλεβε απ'τα μάτια του λύκου την αλήθεια του.. ο λύκος σάστισε για λίγο.. και αποκρίθηκε: 
-μα δε με φοβάσαι καθόλου? δε θα τρέξεις μακριά μου? 
εκείνο απαντά: 
-τόσο καιρό σε έψαχνα και τώρα θα φύγω μακριά σου? 
-μα εσύ θα έπρεπε να με τρέμεις!τι έχεις πάθει? ξέχασες το ρόλο σου? σάλεψες? 
-μόνο τ'αγκάθια φοβάμαι εγώ..απάντησε το μαύρο πρόβατο.αυτά τα καταραμένα αγκάθια..δε ξέρεις πότε και πού θα σε τρυπήσουν..πάντα σε αιφνιδιάζουν,είναι ύπουλα ξέρεις.. τά'χεις βρεί ποτέ στο δρόμο σου? 
-ναι..πως! 
-και?δε σκιάχτηκες διόλου? 
-δε σε καταλαβαίνω μικρό μου σαλεμένο..μα αρχίζω να σε συμπαθώ αθελά μου..γυρνά και αποκρίνεται ο μελαχροινός λύκος.
-καλά κάνεις..μονάχα έτσι κερδίζεις το παιχνίδι..αν έχεις τη δύναμη να ξεγελάς το ρόλο που σου αναθέσαν,τότε μπορείς νά'χεις τον εαυτό σου μονάχα δικό σου..πιστεψέ το αυτό..απαντά το πρόβατο.
-μπερδεμένα μου τα λες..σα  μαυροφορεμένη τρέλα σεργιανίζεις και μουρμουρίζεις?έτσι συνιθίζεις? 
-χάρηκα που ήρθες πρός τα δώ..πώς κι απ'τα μέρη μου? λέει το πρόβατο.
-για σένα ήρθα. 
-το ξέρω..σε περίμενα.. 
-δε κατάλαβες..είσαι το γεύμα μου για σήμερα..
-και αύριο ποιό θά'ναι το γεύμα σου?εδώ είναι ερημιά..δε θα βρείς τίποτα άλλο στη δικιά μου αγροικία για να φάς..μόνο χορτάρι και αγκάθια..σού'πα οτι αντιπαθώ τα αγκάθια?δε θυμάμαι αν στο είπα..τέλωςπάντων..λέγαμε πως δε θα βρείς τίποτα άλλο να τραφείς εδώ..οπότε έχω να σου κάνω μια πρόταση.. 
-σ'ακούω τρελό μου. 
-μπορείς αν θές να με τρώς κάθε μέρα λίγο-λίγο,ώστε νά'χεις για αρκετές μέρες να μασουλάς κρέας..κάθε μέρα κι απο λίγο μεζέ..πως σου φαίνεται? 
-σ'αρέσει να σε βασανίζουν? απόρισε ο λύκος.
-όχι ,μ'αρέσει να σε βασανίζω εγώ.. 
-μα τι λές?τά'χεις χάσει? 
-λέω πως θέλω να γίνουμε φίλοι οι δυό μας..τί λές κι εσύ?σε πειράζει να μείνεις νηστικός και να κερδίσεις έναν φίλο? 
-πάντα ήθελα έναν φίλο..ίσως έναν φίλο ακριβώς σαν εσένα..δεν είμαι σίγουρος ακόμα..ξεστομίζει ο λύκος.
-μη το σκέφτεσαι λοιπόν..πάμε να σου δείξω τα μέρη μου..
-ας πάμε..
-μη στεναχωριέσαι..θα σου δείξω και τις κρυψώνες μου,σε περίπτωση που το μετανιώσεις,να ξέρεις που θα με βρείς για να με καταβροχθίσεις.. 
-είσαι στ'αλήθεια το πιο περίεργο πρόβατο που γνώρισα ποτέ μου..
-γιατί πρόλαβες μήπως να γνωρίσεις κανένα ποτέ?σε άφησε ποτέ η λαιμαργία σου? 
-αυτό να μου πείς..πάντως μου φαίνεται πως μοιάζουμε οι δυό μας..
-καλό αυτό..αρχίζεις να ξεφεύγεις απ'τη παγίδα των προκαθορισμένων ρόλων.. λέει όλο θάρρος το πρόβατο. Κι έτσι άρχισαν να περπατούν χέρι-χέρι.. 
-μη νομίζεις πως δε σε φοβάμαι.. λύκος είσαι..σαφώς και σε φοβάμαι..συνέχεια σε φοβάμαι..δε ξέρω πότε θα στρέψεις τη μασέλα σου πρός τα μένα..μπορεί και ποτέ..σε φοβάμαι και σε εμπιστεύομαι παράλληλα..ξέρεις γιατί? γιατί δε με φοβίζει το να σε φοβάμαι..με φοβίζει το να αρχίσω να σ'αγαπώ..με καταλαβαίνεις? 
-νομίζω πως καταλαβαίνω..περίπου το ίδιο φοβάμαι κι εγώ..ξέρεις δεν είναι του ρόλου μου να κάνω παρέα με πρόβατα..έστω και μαύρα,αλητήρια σαν εσένα..άν με δούν θα με περιγελούν..ίσως με περιγελάσεις κι εσύ κάποτε επειδή δε σου κατέστησα κατανοητή τη κυριαρχία μου επάνω σου,επειδή με λύγισες,επειδή μ'έκανες να υποταχθώ σαν όμοιος σου.. κι όμως μερικές φορές νομίζω πως είμαι όμοιος σου..μα για πρόβατο δεν είσαι ταπεινό,παρά μόνο περήφανα ταπεινό..περίεργο στ'αλήθεια.. 
-κι εσύ για λύκος δεν είσαι περήφανος,παρά μόνο ταπεινά περήφανος..εξίσου περίεργο.. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες.. κουβεντιάζοντας,προχωρούσαν..γνώριζαν κάθε μέρα ο ένας τον άλλον όλο και πιο πολύ..ώσπου γινήκαν αδέρφια και φίλοι δίχως να το καταλάβουν.. Ήρθε όμως και κείνη η μέρα που λογομάχησαν..εκείνη η μέρα που πάντα έρχεται σε μια τόσο στενή σχέση..άρχισαν να μαλώνουν,προσπαθώντας να επιβληθεί ο ένας στον άλλο..κι όταν ο θυμός έρχεται στο προσκήνιο,συνιθίζεται να ξεχνάς τα πάντα και να φοράς ξανά το ρόλο πού'μαθες απο μικρός..κλείνεσαι πάλι στο καβούκι σου και βγάζεις νύχια..ξεθάβεις τον εγωϊσμό που είχες πετάξει για λίγο και παύεις νά'σαι αυτός που ήσουν μαζί του,η οργή μπερδεύει τη κρίση σου και γίνεσαι εχθρός..αντίπαλος.. Εκεί στη φωτεινή πεδιάδα με τα ξανθά στάχυα..κύρηξαν το πόλεμο..ξεκίνησαν να παλεύουν κάτω απ'το φώς του ήλιου..σα δύο μανιασμένα ανεξέλεγκτα φρικιά.. Όρμηξαν ο ένας πάνω στον άλλον..με τυφλωμένη ψυχή να κατασπαράξουν τα κουφάρια τους.. Έγδερνε ο ένας τον άλλον,δάγκωνε ο ένας τον άλλον,αντάλλαζαν κουβέντες άσχημες..πίσω δεν έκανε κανείς..Πάλευαν για μέρες μέχρι που άρχισαν να πονάνε αντίστροφα..λές κι αντάλλαξαν πανωφόρια,λές κι αντάλλαξαν τρίχωμα και δέρμα.. Όταν ο λύκος χτυπούσε το πρόβατο,πονούσε εκείνος..κι όταν το πρόβατο χτυπούσε το λύκο,πονούσε εκείνο.. Όταν ο λύκος δάγκωνε το πρόβατο,υπέφερε ο ίδιος, κι όταν το πρόβατο δάγκωνε το λύκο,υπέφερε το ίδιο.. Κάπου εκεί σταμάτησαν..κοίταξαν ο ένας τον άλλον και ξέσπασαν σε κλάμματα..Συνειδητοποίησαν πως είναι ίδιοι,πως είναι ένα,πως όταν πονάει ο ένας πονούν κι οι δυό μαζί.. 
-συγχώρα με λέει το πρόβατο στο λύκο..δεν είχα ιδέα πόσο μέσα μου σ'είχα βυθίσει.. 
-εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις..δε τα κατάφερα να σκοτώσω για χάρη σου το κακό μου εαυτό..τα θαλάσσωσα.. αποκρίθηκε με βυθισμένη θλίψη στη μιλιά ο λύκος.
-έκανα λάθος που νόμιζα για λίγο πως πρέπει να σ'εκδικηθώ..πως πρέπει να καταφέρω να σου θυμώσω..πως δε σε χρειάζομαι..
-σώπα..εγώ έσφαλα μικρό μου..που πίστεψα πως θα μού'κανες κακό εσύ..που σε φοβήθηκα..που κλείστηκα μέσα μου και σ'απαρνήθηκα με τόση ευκολία..
-προδώσαμε για λίγο ο ένας τον άλλον..το κατάλαβες?..τώρα που το συλλογίζομαι μου φαίνεται σα ψέμματα..τί σκεφτόμασταν άραγε και φερθήκαμε έτσι? λέει το πρόβατο.
-θα σου πώ εγώ τι σκεφτόμασταν.. το εγώ μας..το ξεμπρόστιασμά μας..τους ονειροφόβους της συνείδησης..και υποταχθήκαμε ξανά στους ρόλους που μας αναθέσαν..τους ρόλους που τόσο ήθελε ο ρηξικέλευθος νούς μας να απαρνηθεί..είχες δίκιο τελικά σ'εκείνο που μού'χες πεί όταν σε γνώρισα..για τους ύπουλους ρόλους..τώρα σε καταλαβαίνω..
-κάποτε σε ρώταγα λύκε λύκε είσαι εδώ? θυμάσαι? λύκε λύκε..μου τώρα ξέρω πως είσαι εδώ..
-μ'αρέσει που κάποιοι πίστεψαν πως θα χρειαζόμασταν τσοπάνη διαιτητή για να συνυπάρξουμε εμείς οι δυό..αστείο δεν είναι? αναρωτιέται ο λύκος.
-γι'αυτούς ήταν φυσιολογικό λέει το πρόβατο.ξέρεις φίλε μου μερικές φορές η πραγματικότητα αλλάζει φορεσιά αναλόγως με το ποιός τη κοιτάει.. τίποτα δεν κατέχει μοναδικό τίτλο ή ακόμα και μοναδική ιδιότητα..εμείς καθαρά διαλέγουμε απο ποιά οπτική γωνία θα αγναντέψουμε τη ζωή.. κι αν θα υπακούσουμε στους υποτιθέμενα ορθά ρόλους μας.
-τώρα σε καταλαβαίνω.. θά'ταν πολύ να ζητήσω να μπορούσαν να μας καταλάβουν κι άλλοι?γιατί να μη μπορούν να δούν και κείνοι το κόσμο όπως εμείς?
-χρόνια τό'χα αυτό το παράπονο,σιγοντάρισε το πρόβατο.. το ίδιο παράπονο με σένα..όμως ήρθε καιρός αλλόκοτος και κύματα σαράντα..που μ'έκαναν να συνειδητοποιήσω πως δε μπορώ εγώ ν'αλλάξω τους άλλους αν δε το θέλουν κι οι ίδιοι..μάταια αυταπατάσαι ακόμη..άν είναι θα καταλάβει μονάχος του ο άλλος και θά'ρθει προς τα δώ.. όπως κατάλαβες κι εσύ κι ήρθες σιμά στο μήκος των συναισθήσεών μου..θυμάσαι όταν σε γνώρισα πόσο απείχες απο μένα? κοίτα τώρα τα ονείρατά μας πως συνοστίζονται αγκαλιασμένα σαν σε βάλς κοινής συνείδησης,ίσως ακόμα κι αδερφής ψυχής.
-σ'ευγνωμονώ γι'αυτό ξέρεις..ψέλλισε σφηνωμένος στο συναίσθημα της συγκίνησης ο λύκος.
-για ποιό?
-γι'αυτό μικρό μου.γι'αυτό που μού'κανες.που δώρισες στη ψυχή μου μάτια διορατικά..που μ'έμαθες να κοιτώ μ'αυτά..να ανασαίνω μ'αυτά..να αντιλαμβάνομαι μ'αυτά και ν'αγαπώ μ'αυτά..
-σ'αγαπώ μελαχροινό λυκάκι μου..σταμάτα να με εξυψώνεις,πετόντας όλα τα εύσημα που σου ανήκουν..εγώ σ'ευγνομονώ που στάθηκες να με γνωρίσεις..που δε βιάστηκες να κρίνεις,που ανέχτηκες την τρέλα μου και τους ακατανόητους σαλεμένους μου συνειρμούς..που ξεγέλασες τη ράτσα σου κι όλη την εξουσία που κατείχε επάνω της κι έγινες δικός μου φίλος..που απο βασιλιάς του δάσους,έγινες σύντροφος ενός περιθωριακού μαύρου προβάτου..που ολάκερη τη δύναμή σου τη ξόδεψες μόνο για καλό..που κατάφερες και μ'έβαλες πάνω απο σένα..σ'ευχαριστώ.. μουρμούρισε το πρόβατο ανακουφισμένο μέσ'την εξαγνιστική θεραπεία της αποκαλύψεώς του.
-κι εγώ μπορεί να σ΄αγαπώ,αλλά δε θα στο πώ..δε θέλω να το ξέρεις ακόμα.. ξέρεις τις περισσότερες φορές οι λύκοι φοβούνται πολύ περισσότερο απο τα πρόβατα κι ας μη το δείχνουν..τα πρόβατα και ειδικά εσύ..χαρίζουν μ'ευκολία τον αμόλυντο πυρήνα τους κι ας ξέρουν πως ίσως θυσιαστούν για σένα..έχουν την άγια δύναμη να θυσιαστούν.. εμείς οι λύκοι δεν την έχουμε..εμείς δε χαριζόμαστε..φοβόμαστε κι επιτειθόμαστε..
-σταμάτα!αναφώνησε το πρόβατο.ώς εδώ..το ξέρω πως είναι δύσκολο για σένα να εκτείθεσαι..δε χρειάζεται να το κάνεις για μένα..ξέρω..σε καταλαβαίνω..ήδη μου εξομολογήθηκες πολλά και στ'αλήθεια μού'ναι αρκετά..
Τότε γύρισε ο λύκος κι είπε μ'όση αλήθεια κατάφερε να στραγγίξει απο μέσα του.
-ένα μόνο να θυμάσαι..πάντα θα σε προστατεύω. ότι και να γίνει δε θ'αφήσω να πάθεις κακό μικρό μου.
Το πρόβατο γρύλισε μ'ένα ξέγνοιαστο αναστέναγμα καθυσήχασης κι ύστερα κούρνιασε στη κοιλιά του λύκου. Εκείνος έγλυφε τη σκούρα σγουρή του κεφαλή σα να τού'λεγε είμαι εδώ,δε ξέρω τρόπο για να φύγω.. 
Κάπως έτσι τελειώνει τούτη η ιστορία του παραλληλόκοσμου.Μια ιστορία που ζεί μακριά πολύ απ'τα δικά μας μέρη..Μια ιστορία που στο κόσμο τούτο μοιάζει παραμύθι για παιδιά.
                                                                                αφιερωμένο στον αγαπημένο μου φίλο Γιώργο.
                                                                                                            μαριάννα.
Ημερομηνία Δημιουργίας: 27/4/2012

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Η μάχη των τριών


Τα παράσιτα θολώνουν τον ήχο..Γνέφουν ύπουλα στους συνειρμούς.. Οι σκέψεις μοιάζουν ασυνάρτητες.. Απανωτές και συνεχείς ράβουν με τόση δεξιοτεχνία τις ίνες της παράνοιας, ίσως όμως και της ενόρασης.. Καλπάζουν σαν ανήμερα άλογα, πρίν να προλάβεις να δαμάσεις το ένα, έρχεται κατά πάνω σου με λύσσα το άλλο.. Τα ηνία ελέγχουν τα χέρια σου και όχι εσύ εκείνα.. Περίεργο δεν είναι? Σα να υπάρχουν δύο ξεχωριστοί εαυτοί μέσα σου..ίσως και τρείς.. Είναι ο επίμονος, ο τολμηρός, ο αναλυτικός, ο περιγραφικός, ο οδυνηρός, ο υπερβολικά έξυπνος, αυτός που υποφέρει γιατί τα αντιλαμβάνεται όλα..ακόμα και τα μασκαρεμένα. Αυτός που λαχταράει να φωνάξει.. 
Ο άλλος είναι ο ταπεινός, ο ήπιος, αυτός που κάνει πίσω και σωπαίνει, αυτός που φοβάται τόσο πολύ..ο ντροπαλός, ο πληγωμένος, αυτός που η καλύτερή του φίλη είναι η αυταπάρνηση.. Και είναι και ο τρίτος..ο ουδέτερος.. Ο λεγόμενος "ειρηνοποιός".. Εκείνος παίζει το καταλυτικό ρόλο.. Εκείνος απλά και μόνο παρακολουθεί, αμέτοχος. Σιγοντάρει την αδιαφορία.. Ηρεμεί τα πνεύματα και ξαπλώνει έτσι απαθής ανάσκελα, δίχως να πολεμά για τίποτα.. Το μόνο που κάνει είναι να κατευνάζει το πάθος και να αναισθητοποιεί το πόνο αντίστοιχα. Είναι η εξισορρόπηση του πνεύματος, αλλά ίσως νά΄ναι και η απάθεια..που καθυστερεί τις πράξεις που πρέπει να γίνουν. Είναι αυτός που φωνάζει: "επέλεξε να αφήσεις να φύγει αυτό! Άστο να φύγει..τελείωσε..παράτα τα!"  Κι έτσι ήρεμος, απλώς χαλαρώνει.
Αυτή η μάχη συμβαίνει συνεχώς... Μέσα σ'άυτό το πόλεμο, άλλοτε κερδίζει ο ένας κι άλλοτε ο άλλος. Το χέρι σαλεύει..μπουρδουκλώνεται...κι έτσι τρεμάμενο γδέρνει το ταίρι του αλύπητα...νομίζει πως έτσι το εξιλεώνει.. Το κεφάλι μιά πέφτει σκυφτό-κρεμάμενο στο πάτωμα και μιά ορθώνεται με πίστη καινούργια, γεμάτο σιγουριά και κοιτάζει μπροστά με τόσο θάρρος.. Ύστερα πάλι αλλάζει το σενάριο..είναι τόσο μεταβατικό τούτο το σενάριο, όμως και τόσο αλυσιδωτό.. Σκοντάφτει πάλι το μυαλό μα και το κορμί υπακούει.. Βουλιάζει στο πάτο.. Πέφτει στο κενό.. Πηδάει σε μαύρες τρύπες. Χάνεται.. Εξαφανίζεται.... 

Αυτό το μαρτύριο κρατά τόσο πολύ... Χάνεις τον εαυτό σου! Δεν ανασαίνεις πουθενά..παρά μόνο στον εφιάλτη σου.. Και οι πληγές σα θηρία μεγαλώνουν και σε κυνηγούν..και σύ στο μόνο που ελπίζεις είναι νά'ρθει εκείνος να σε σώσει απο σένα! Τον περιμένεις...Περιμένεις... Εισέρχεσαι τώρα στο λαβύρινθο και περιμένεις...Ξεκινάς να τον βαδίσεις..Είναι πάνω απ'τις δυνάμεις σου να μην το κάνεις.. Εμφανίζονται αυτά τα τέρατα,αλλά εσύ τα αψηφάς και συνεχίζεις.. Προχωράς όλο και πιο μέσα.. Δε φοβάσαι και βυθίζεσαι όλο και πιο πολύ στο κέντρο του... Φτάνεις στο σταυροδρόμι.. Ξαφνικά οι λέξεις "αριστερά" και "δεξιά" κερδίζουν τόση σημασία στον συλλογισμό σου.. Λές και υπάρχουν μόνο εκείνες στο λεξιλόγιο του οράματος.. Πρέπει να διαλέξεις! Τα συναισθήματα λογομαχούν μέσ'τον βασανισμένο σου νού.. Διάλεξε! Μένεις στάσιμος για αρκετή ώρα.. Η συνείδηση μεταμφιέζεται σε ράγες..και οι σκέψεις τρένα..πάνε κι έρχονται επάνω της.. Μερικές φορές συγκρούονται-εκτροχιάζονται..άλλες καταστρέφονται και άλλες  ξεκινούν πάλι απ'τη γραμμή εκκίνησης.. Οι έννοιες "Απόφαση" - "Επιλογή", βελόνες στο κεφάλι σου.. Μοιάζει ν'αποκτά ανάσα και ψυχή τούτος ο πέτρινος λαβύρινθος και να παίζει μαζί σου, να σε κοροϊδεύει.. Σαν ύπουλο ζωντανό όν, περιπαίζει την άγνοιά σου.. Ζωντανεύει το σταυροδρόμι.. Σου μιλάει, σε κοιτάει.. Σε πιέζει να επιλέξεις..κι εσύ με πόδια φυλακισμένα-ακινητοποιημένα στέκεις χαμένος..μονάχα το στόμα σου κινείται, κι αυτό για να ουρλιάξει.. και τα μάτια σου όμως..και κείνα αδύνατο να μείνουν ήσυχα.. Ζαλίζονται οι κόρες τους, μια κοιτάζουν αριστερά και μια δεξιά.. Αρχίζουν τώρα να δακρύζουν απ'την ένταση που φόρτωσαν επάνω τους.. Επέλεξε! Μη σκέφτεσαι άλλο! "Άν γινόταν...Άν μπορούσα...Άν το μετανιώσω...Άν γυρίσω...Άν μείνω εδώ...Άν πάω προς τα κεί...Όμως ίσως πρέπει να πάω απ'την άλλη...Τί να κάνω...?" Σταμάτα!!! Πρέπει να αποφασίσεις δίχως να ξέρεις τίποτα! Πρέπει να αποφασίσεις χωρίς να'σαι σίγουρος για τίποτα, χωρίς να περιμένεις τίποτα.. Αποφάσισε! Πρέπει να ρισκάρεις! Μπορείς? Ή θα υποχωρήσεις και θα γυρίσεις πίσω, ή θα μείνεις στάσιμος εκεί και θα αποδεχτείς, ή θα διαλέξεις και θα προχωρήσεις! Ποιόν εαυτό σου απ'τους τρείς θα εμπιστευθείς? Η πάλη αυτή πρέπει να λήξει! Η πάλη των τριών πρέπει να λήξει! Μην περιμένεις άλλο εκείνον να σε σώσει.... Μόνος σου θα σωθείς! Πάρτο απόφαση! Οπισθοχώρησε ή Αποδέξου ή Προχώρα! Μη κρατάς άλλο αιχμάλωτη τη βούλησή σου.. Σπάσε τα δεσμά! Ελευθέρωσέ την! 
Τί θα κάνεις λοιπόν....?? 
                                                                                                                μαριάννα.
                                                                                                                                                                           Ημερομηνία Δημιουργίας: 14/3/2012

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Ο κήπος των Επτά

Η συνοικία της Βαβέλ όλο και μεγαλώνει.. Μόνο που τώρα δεν ορθώνεται κανένας πύργος, πουθενά στον ορίζοντα.. Τώρα μόνο κάτι χαμόσπιτα και κάποιες καλαμένιες καλύβες, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ενιαία αυλή μεταξύ τους. Έναν κήπο δικό τους, που θα τον μοιράζονται στα ίσα.. Δεν υπάρχει όμως και πάλι καμία συννενόηση και καμιά συνεργασία.. Ο ένας θέλει το κήπο πνιγμένο στον μανδραγόρα, νομίζει πως μέσ'τη παραίσθηση θα λυτρωθεί απ' πόνο του και θα βρεί τον εαυτό του.. Δεν βρίσκει το νόημα πουθενά..πάντα ζηλεύει εκείνα που δεν έχει.. Δεν νιώθει ικανοποιημένος ποτέ σε τούτο το κόσμο..και ψάχνει συνεχώς να γεμίσει τα κενά μέσα σε νιρβάνες, μέσα σε τεχνητά όνειρα.. Δημιουργεί ένα νοητό σύμπαν και τοποθετεί μέσα σ'αυτό όσα νομίζει πως στερήθηκε, όσα θέλει και νομίζει πως του τα πήραν, όσα πιστεύει πως του ανήκουν..και πασχίζει να κλέψει τη χαρά και τη πληρότητα, που τόσο φθονεί όταν είναι νηφάλιος..και να τις σφηνώσει στην έκστασή του..
Ο άλλος θέλει το κήπο γεμάτο απο δέντρα με χρυσαφένιους-πολύτιμους καρπούς..θαρρεί πως είναι ο Μύδας.. Σ'όλα ορίζει μια τιμή και μια υποτιθέμενη αξία, μονάχα έτσι έχει μάθει να μετράει τα πράγματα.. Μεθάει μέσ'τα λεφτά, ασφυκτιά μέσ'τα φλουριά, τα φυλά και τα προσέχει σα νά'τανε παιδιά του..του φτάνει μόνο να τα κοιτά και ν'ανασαίνει αναμεσά τους..και είναι ευτιχισμένος..
Ο άλλος πάλι ονειρεύεται το κήπο πλημμυρισμένο απο αγκάθια και τσουκνίδες..έτσι μονάχα νιώθει ασφαλής..οχυρωμένος πίσω απ'τα αγκάθια νιώθει ήσυχος και νομίζει πως κανείς δεν θα τον πλησιάσει.. Ξεχνά όμως εκείνους που διαφέρουν απο κείνον! Εκείνους που μάθαν να πονάνε απο γεννησιμιού τους και δεν έχουν πιά τίποτα να φοβηθούν..κι απλώς βουτάνε μέσ'τα αγκάθια σα να βουτούσαν σε μια δροσερή, γαλάζια κι απαλή θάλασσα.. Του αρέσει τόσο να καρφώνει  και να βασανίζει τους άλλους.. Ηδονίζεται με τον πόνο που τους προκαλεί.. Περιφέρεται μονίμως θυμωμένος με όλα..κι έτσι μέσ'το κλοιό της αδιαφορίας του, δε σταματά να τρέφει την οργή του..
Ο επόμενος λαχταράει το κήπο λουσμένο στους γιγάντιους ηλίανθους..αυτούς που στρέφουν το χρυσαφένιο κεφάλι τους ψηλά και κοιτούν τον ήλιο περήφανοι..ρουφάνε το φώς του και χαμογελάνε σα νά'χανε ψυχή.. Τρέμει τις σκιές, φοβάται τα βράδυα.. Θέλει πάντα να είναι σίγουρος. Εμπιστεύεται μόνο ο,τι βλέπει.. Θέλει πάντα να δείχνει δυνατός.. Κρατά τα δάκρυά του κλειδωμένα.. Καλύπτει τις πληγές του,αγκαλιάζει τον εγωϊσμό του, φοβάται τόσο πολύ να μην εκτεθεί..και τρέφει ασταμάτητα τη ματαιοδοξία του..
Είναι όμως κι ο άλλος που πιστεύει πως ο κήπος πρέπει νά'ναι ζωντανός μονάχα τη νύχτα.. Να απαρτίζεται απο μυριάδες νυχτολούλουδα που θα ξεδιπλώνουν τα ιώδη πέταλά τους όταν σκοτεινιάζει ο ουρανός.. και απο χιλιάδες πυγολαμπίδες, που θα χορεύουν και θα αιωρούνται στον αιθέρα σα ξωτικά παραμυθιού.. Αυτός κρύβεται την ημέρα..φορά τη μάσκα του και περιφέρεται σα φάντασμα ώσπου να δύσει ο ήλιος.. Σα διψασμένος βρυκόλακας σεργιανίζει..και με σύμμαχό του τη σαγήνη της νυχτιάς, ντύνεται το φεγγάρι μέσ'τα μάτια του..και σαν ανοίξει τα βλέφαρά του, οι κόρες των ματιών του μεταμορφώνονται σε κατακίτρινα-ωχρά μισοφέγγαρα.. τότε ζυγώνει προς τον ανυποψίαστο μάρτυρα και με τούτο το λάγνο-θανατερό βλέμμα, τον θυσιάζει σαν αφελή αμνό, σαν αμόλυντο βρέφος, στο βωμό της αχόρταγης αλαζονείας του.. Το αγαπημένο του παιχνίδι είναι η αποπλάνηση..
Ο άλλος φαντάζεται το κήπο να βρυχάται απο ζωή.. Νά'ναι γεμάτος απο κάθε λογής φυτό, δέντρο ή λουλούδι..νά'ναι βουτηγμένος μέσ'τα χρώματα..να αναδύει απο παντού ελκυστικές μυρωδιές.. Όλα ανθισμένα τριγύρω, όλα να αγγίζουν τη τελειότητα.. Είναι αυτός που το μόνο που ξέρει να κάνει, είναι να ζητάει....να ζητάει....κι άλλο....κι άλλο....πιο πολύ....περισσότερο.... Είναι αυτός που σκοτώνει για τη τελευταία σταγόνα.. Αυτός που όλα τα θέλει δικά του.. Αυτός που ποτέ δε νιώθει γεμάτος, κι όλο ρουφάει....ρουφάει....μέχρι να κάνει εμετό.. Είναι ο πιστός υπήκοος της απληστίας.. Ποτέ δε ξεστομίζει "ευχαριστώ", παρά μόνο "θέλω"..
Είναι βέβαια και ο άλλος.. Εκείνος που είναι ανίκανος να δεί τον κήπο.. Εκείνος που βλέπει το κήπο άδειο..χωρίς ίχνος ζωής..ολότελα νεκρό.. Περικυκλωμένο απο αντάρα και καταχνιά.. Βυθισμένο στη ξηρασία.. Με άψυχα-σάπια φύλλα να σέρνονται στο χώμα, βρομερά έλη και δαιμονικούς βάλτους που καταπίνουνε το βήμα σου και σε βουλιάζουνε μέσα τους.. Είναι αυτός που πρόδωσε τον εαυτό του.. Αυτός που απελπίστηκε νωρίς.. Ζωντανός-Νεκρός! Κρατά απόσταση απ'τη ψυχή του.. Δεν αντέχει τον ίδιο του τον εαυτό.. Τεμπελιάζει μέσ'την αυταπάρνησή του.. Στέκει οκνός-άπραγος και καρτερεί το θαύμα.. Γαντζώνεται στο πάτο.. Βουλιάζει.. Πνίγεται..και δε βγάζει μιλιά..σταμάτησε εδώ και καιρό να προσπαθεί.. Βυθισμένος στην μελαγχολία σαν απο πάντα..πήρε σοβαρά τη στεναχώρια του, πίστεψε στις ενοχές του και μίσησε το εγώ του.. Άλλοτε ασφυκτιά μέσ'τα δάκρυά του κι άλλοτε στρέφει τα χέρια του εναντίον του.. Δεν ελπίζει τίποτα, παρά μόνο φοβάται..συνέχεια φοβάται και κρύβεται.. Μέσα σ'ένα μαύρο πέπλο κουλουριάστηκε, για να μη μπορέσει κανείς να διακρίνει τη κούφια του ψυχή..να μην μπορέσει κανείς να τον λυπηθεί.. Νομίζει πως είναι καταδικασμένος..ίσως και καταραμένος και δίχως καν να αντισταθεί..απλώς το αποδέχεται και τα παρατάει..
Τούτοι οι Επτά αμαρτωλοί κάτοικοι της Βαβέλ,θαρρούν πως θα καταφέρουν να δημιουργήσουν έναν κοινόχρηστο κήπο..μια οικογενειακή αυλή..
Ξεχνάν όμως πως ο Θεός κρατά το καθένα απο αυτούς γυμνό μέσα στα χέρια του.. Ένα βρέφος ο καθένας..ένα βρέφος γυμνό, γεμάτο πορφυρές χαρακιές σ'όλο του το κορμί, ξαπλωμένο μέσ'τα χέρια του Θεού.. Όλες οι αμαρτίες στο φώς..όλα τα λάθη στο φώς εκτεθειμένα..
Ήρθε η ώρα της σποράς λοιπόν.. Σπείρε ασυννενοησία λοιπόν.. Σπείρε διχασμό.. Σπείρε γλώσσες διαφορετικές.. Νόημα χαμένο, ενότητα χαμένη, κατανόηση ανύπαρκτη.. Τόσες διαφορετικές οπτικές γωνίες..πώς να συμβιώσουμε παίρνοντας ο καθένας απο μια διαφορετική? Η τιμωρία τούτη..η τιμωρία της οπτικής γωνίας, η τιμωρία της ελεύθερης βούλησης, η τιμωρία της άποψης, αυτή η τιμωρία είναι αβάσταχτη.. Αυτή κρατά τους Επτά σε διχόνοια, μακριά απο δεσμούς αγάπης, συνεργασίας,δημιουργικότητας,ένωσης... Καμία αυλή δεν ολοκληρώνεται έτσι.. Κανένας πόνος δε γιατρεύεται έτσι, καμιά χαρά δε μοιράζεται έτσι.. Και η αλληλεγγύη φαντάζει συμπεριφορά αγίου, δεν την φτάνουν ποτέ..τη λαχταρούν και δεν τη φτάνουν.. Ο καθένας με το θανάσιμο αμάρτημά του αγκαλιά κι ενίοτε φορτωμένος και με μερικά άλλα στη ράχη.. Άλλωστε τούτα τα αμαρτήματα ανταλλάσονται συνεχώς..ο καθένας έχει το δικό του,όμως ανά καιρούς, αρπάζει κι άλλα απ'τους υπολοίπους κι ύστερα τα ξαναπετά.. Ο καθένας λοιπόν περπατά και συλλογίζεται τον τρόπο ώστε να δημιουργηθεί η αυλή.. Όμως η ιστορία με το πύργο επαναλαμβάνεται.. Σε τούτη τη Βαβέλ δεν υπάρχει σωτηρία, μήτε δημιουργία, παρά μόνο καταστροφή και τιμωρία.. Δεν βγάζει η ανηφόρα...Δεν υπάρχει ανάσα, αλλά ούτε και δύναμη για να περπατηθεί.. Κι έτσι οι Επτά κατηφοράνε...προς το Κενό...προς τη Μαύρη Τρύπα... Όλες οι προσπάθειες μάταιες.. Ό,τι φύτρωσε σε τούτη την αυλή, τώρα ξεριζώνεται..όλα ισοπεδώνονται..τα λουλούδια μαραίνουν..τα δέντρα γκρεμίζονται, τα βότανα ξεραίνονται, οι καρποί σαπίζουν, οι μυρωδιές μουχλιάζουν, τα παρτέρια τώρα μοιάζουν με σκιάχτρα.. Ολάκερος ο κήπος καίγεται.. Παίρνει φωτιά μπρός τα μάτια τους.. Εκείνοι ανίκανοι να τον σώσουν..ανίκανοι να δούν-να κοιτάξουν πραγματικά..να ακούσουν πραγματικά το υποσυνείδητό τους, στέκουν με μάτια χαμένα, με στόματα αποχαυνωμένα.. Ύστερα ορμούν ο ένας πάνω στον άλλον.. Σκοτώνουν ο ένας τον άλλον.. Κείνοι που κάποτε για λίγο έμοιασαν με αγγέλους, τώρα μεταμορφώνονται σε δαίμονες.. Πολεμούν με χίλιες ανάσες μίσους να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον.. Δεν αντιλαμβάνονται πως είναι ένα..και οι Επτά είναι Ένας και ο Ένας είναι οι Επτά.. Κι έτσι καθώς κομματιάζονται είναι σα να δολοφονούν τον ίδιο τους τον εαυτό, σα να σχίζουν στα δύο το είναι τους.. Τώρα στη Βαβέλ επικρατεί σύγχυση, όλα βουλιάζουν σαν σε ναυάγιο και μονάχα μια ορχήστρα απο ηλεκτρικές κιθάρες τους συνοδεύει μέχρι το τέλος, τους συνοδεύει στο χαμό τους.. Οι κιθάρες δε σταματούν ποτέ.. Σαν μαγική υπόκρουση που επιβάλλει με το δικό της τρόπο νηνεμία... Σε λίγο όλα θα κοπάσουν...ακούς? Σα να κρυφάκουσε ο Θεός τη μυστική τους μετάνοια, σα να λυπήθηκε την άγνοιά τους..ακούς?...ηχούν τα τύμπανα..όλα τελειώνουν..ακούς? Άκου τα τύμπανα...άκου πως ουρλιάζουν..άκου πως θρηνούν..πως σέρνουν μαζί τους την κορύφωση..την πλήρωση της προφητείας..τη κάθαρση..το τέλος..
Και τώρα οι Επτά εξαγνισμένοι ενώνονται στο Ένα, στο Μαζί, στην Ιδέα, στην μοναδική οπτική γωνία..που δεν έχει εμπόδια,κενά ή μαύρες τρύπες.. Τώρα απελευθερώνονται απ'τα βαριά τους πόδια κι απ'το σκληρό τους έδαφος και γεννούν φτερά στη πλάτη.. Λυτρώνονται όμως κι απ'το ανυπόφορο μυαλό τους.. Μένουν μόνο με τη ψυχή τους οδηγό.. Με τη ψυχή τους βαδίζουν, με τη ψυχή τους ανασαίνουν, με τη ψυχή τους βλέπουν.... Τώρα πιά δεν κοιτάζουν απλώς, τώρα βλέπουν στ'αλήθεια με την μονόφθαλμη ψυχή τους.. Σαν η αλήθεια απ'το κουτί της Πανδώρας, να επιτέθηκε μ'ορμή στην οφθαλμοκόρη της ψυχής τους...
Τώρα που αντιμετώπισαν τον Θάνατο κατά πρόσωπο, τώρα που άφησαν πίσω τις φτηνές στιγμές κι όλα τα πάθη, τώρα που έσπασαν τα δεσμά της παραίσθησης του πόνου, τώρα είναι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ !!! Τώρα στροβιλίζονται με χέρια απλωμένα και φτερά ξεδιπλωμένα..στροβιλίζονται..κι ανεβαίνουν..ψηλά..ψηλά πολύ..
Ανασταίνονται  στη Σύνδεση, ανασταίνονται στην Ενότητα, ανασταίνονται στην Ιδέα, ανασταίνονται στο Φώς, ανασταίνονται στο Ένα! Ανασταίνονται ξανά στα χέρια του Θεού....
                                                                                                                                                                                   μαριάννα.
Ημερομηνία Δημιουργίας: 14/3/2012

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Εκείνοι....


Οι άνθρωποι με τα κίτρινα πρόσωπα...σε κοιτάζουν επίμονα..σαν αδηφάγοι βρυκόλακες, λαχταρούν να σου ρουφήξουν το αίμα για να πάρει χρώμα το χλωμό τους πρόσωπο. Οι άνθρωποι με τη σιδερένια μάσκα...γδέρνουν τα μάτια σου με τις αιχμηρές άκρες των ματιών τους.. Τραυλίζουν για λίγο κι ύστερα υποφέρουν μέσ'το ίδιο τους το μίσος, πασχίζουν να απαλλαχτούν απ'αυτό.. το ξερνάνε πάνω σου, χωρίς ίχνος οίκτου.. Κι ύστερα ξανατραυλίζουν απο αλαζονεία και μοχθηρή ανακούφιση.. 
Οι άνθρωποι με τα μολυσμένα χνώτα..βαριανασαίνουνε σιμά στ'αυτί σου, σαν ετοιμοθάνατα κοράκια..που ενώ ψυχορραγούν, έχουν ακόμη το κουράγιο να κατασπαράξουν το κουφάρι σου.. 
Οι άνθρωποι με τα πέτσινα μαστίγια...περιφέρονται αλαφιασμένοι, γεμάτοι ανικανοποίητη οργή...κι όταν σ'αντικρίσουν να χαμογελάς, κείνη η οργή τους τρώει τα σωθικά και ξεκινούν να εκτοξεύουν κατά πάνω σου το μαύρο τους ιμάντα.. Δεν δίνουν δεκάρα για το που θα σε πετύχουν..αρκεί να βρούν ψαχνό που θα ματώσουν.. 
Οι άνθρωποι με τη πλανερή όψη, με τη σατανική γοητεία..σε πλησιάζουν ευγενικά, ρουφάνε λίγο-λίγο την ενέργεια της ψυχής σου, σε χαζεύουνε γεμάτοι ικανοποίηση να μεθάς στη παρουσία τους..ηδονίζονται σαν ανώμαλα φρικιά σαν σε βλέπουν όλο και πιο πολύ να παραδίνεσαι..γδύνουν με τα μάτια τους αργά-αργά τη περηφάνεια σου..σαν σειρήνες σε μαγεύουν με το κάλεσμά τους, σε παίρνουν με το μέρος τους κι ύστερα σε κάνουν να σέρνεσαι σαν ένα τίποτα, ένα πραγματικό τίποτα, σαν ένα λάθος της φύσης.. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν το θράσος αργότερα να σε λυπούνται.. Να σου χτυπούν τη πλάτη συγκαταβατικά, να προσπαθούν να σε συνεφέρουν, για να μπορέσουν πάλι να σε ρίξουν κάτω... 
Οι άνθρωποι με τα μαύρα χνάρια..διασχίζουν τις γωνίες του μυαλού σου σαν ακονισμένα ξυράφια, γδέρνουν αλύπητα την αντοχή σου, μαυρίζουν το φώς σου, ποδοπατάνε τις σκέψεις σου, γαργαλάνε τον εγωϊσμό σου....
Οι άνθρωποι με το φρικιαστικό γέλιο..σαν τέρατα σε περικυκλώνουν και μ'ένα βρόντο σιχαμερό γελάνε...γελάνε...μέχρι να στερέψει η ανάσα τους.. Βιάζουν την υπομονή σου και σοδομίζουν τη πίστη σου.. Κρυφακούν τη προσευχή σου και σε χλευάζουν.. 
Οι άνθρωποι με το κενό πρόσωπο..με το πρόσωπο που δεν έχει μάτια..με τις ανύπαρκτες εκφράσεις..με την ανέκφραστη όψη.. Μάθαν νά'ναι καλοί μόνο στα λόγια.. Μόλις τους χαρίσεις λίγη απ'την αλήθεια σου, φρικάρουν.. Σαν προσπαθήσεις να ανοίξεις τα κρυμμένα τους μάτια, αρχίζουν να τρέχουν τρομαγμένοι.. Δεν αντέχουν αυτό που βλέπουν.. Δε μπορούν να το σηκώσουν.. Σαν κοιτάξουν το πόνο σου γυμνό, την αλήθεια σου αμασκάρευτη..τρομοκρατούνται, δειλιάζουν, δεν έχουν τη παραμικρή δύναμη να σε βοηθήσουν, δεν προσπαθούν ούτε λίγο να σε καταλάβουν.. Διαλέγουν το εύκολο κι εξαφανίζονται.. 
Οι άνθρωποι με τις πύρινες γλώσσες..με τα αιματηρά λόγια..με τις λέξεις που μαχαιρώνουν τη συνείδησή σου, δυναμώνουν τις τύψεις σου και σιγοντάρουν τη μελαγχολία σου.. Σπαταλάνε την ορθή σου κρίση και μαραίνουν την ελπίδα σου... 
Οι άνθρωποι με τα γιγάντια πλοκάμια..περισυλλέγουνε γοργά το βήμα σου, το ξεστρατίζουν και καθώς σου μπερδεύουνε τα πόδια..εσύ σκοντάφτεις κι υποκλίνεσαι μπρόστά τους, θέλοντας και μή....απλώς γονατίζεις..γονατίζεις χωρίς καλά-καλά να το σκεφτείς.... 
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζυγώνουν πότε πότε προς το μέρος σου.. Μη τους αποφύγεις.. Νά'σαι έτοιμος για κείνους.. Θα'ρθούν να σου πουλήσουν κουβέντες σοφές με ακριβό τίμημα.. Δε θα μπορέσεις να τους αποφύγεις. Είναι μια δοκιμασία που πρέπει να γίνει.. Εσύ θα τους αγκαλιάζεις και κείνοι θα σε γδέρνουν.. Εσύ θα τους ανέχεσαι και κείνοι θα σε χτυπούν.. Εσύ θα προσπαθείς και κείνοι θα σου κόβουν τα χέρια.. Εσυ θα τους πιστεύεις και κείνοι θα σε προδίδουν.. Εσύ θα τους σώζεις και κείνοι θα σε ρίχνουν στο κενό.. Εσύ θα ικανοποιείς τη ματαιοδοξία τους και κείνοι θα ποδοπατάνε τη περηφάνεια σου.. Εσύ θα τους αγαπάς και κείνοι θα σε σκοτώνουν......... 
Θυμήσου μονάχα ένα! Μην γίνεις ποτέ ένας απο αυτούς! Μη γίνεις κι εσύ σαν εκείνους! Όποιο κι αν είναι το τίμημα, θυμήσου να μη νοθεύσεις τη κρίση σου! Ακόμη κι όταν στερέψει η αντοχή σου και ξεφτίσει η υπομονή σου και ο μόνος εύκολος δρόμος είναι η εκδίκηση...ακόμη και τότε προσπάθησε να μην τον διαβείς, προσπάθησε να μην τους μοιάσεις.. Άν ενδώσεις στην απογοήτευση και στο θυμό σου, θα'χεις χάσει το παιχνίδι..θα'χεις μολυνθεί κι εσύ.. Θυμήσου να μην ενδώσεις.. Μονάχα λυπήσου τους και αν δεν υποφέρεις ν'αγκαλιάζεις άλλο τα μαχαίρια τους, απλά κράτα απόσταση κι ευχήσου τους καλή τύχη.. Αγνάντευέ τους απο μακριά και συνέχισε να προσεύχεσαι για κείνους, λές και είναι τα άσωτα αδέρφια σου που έχασαν το δρόμο τους για λίγο..λές και είναι οι φίλοι που σε ξέχασαν για λίγο..λές και είναι οι εραστές που σε πλήγωσαν για λίγο..λές και είναι τα δέντρα του φθινωπόρου πού'χασαν τα φύλλα τους για λίγο..λές και είναι οι ήρωες που στάθηκαν αδύναμοι για λίγο.. Θυμήσου να τους αγαπάς με την ίδια ένταση που σε μισούν εκείνοι.. Μονάχα τότε θά'χεις περάσει τούτη τη δοκιμασία.. Μονάχα τότε θά'χεις κερδίσει εσύ! Μονάχα τότε θα'σαι ελεύθερος. Θυμήσου.....
                                                                                                                μαριάννα. 

Ημερομηνία Δημιουργίας: 14/3/2012